“Ο Θεός έφτιαξε τις μανάδες γιατί δεν μπορούσε να είναι παντού”

“Ο Θεός έφτιαξε τις μανάδες γιατί δεν μπορούσε να είναι παντού”

Δεύτερη Κυριακή του Μαΐου, γιορτή της Μητέρας και “Είναι για μας πρωτομαγιά η μέρα της γιορτής σου”.

Ένα ποιητικό αφιέρωμα από το ΓΕ.Λ. Καλαβρύτων, ελάχιστος φόρος τιμής, σε όλες τις ΜΑΝΕΣ της γης.  

10 ποιήματα για τη μητέρα

 

 

 

 

 

 

The Painter’s Mother Resting III, Lucian Freud

Aλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Προς την μητέρα μου (1873)

Μάννα μου, ἐγώ ᾽ μαι τ᾽  ἄμοιρο, τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι
ὁποὺ τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος, βροχὴ ποὺ τὸ πληγώνει.
Τὸ δόλιο! ὅπου κι ἂν στραφεῖ κι ἀπ᾽  ὅπου κι ἂν περάσει,
δὲ βρίσκει πέτρα νὰ σταθεῖ κλωνάρι νὰ πλαγιάσει.

Ἐγὼ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ᾽ ἀποδαρμένη
μέσα σὲ πέλαγο ἀνοιχτό, σὲ θάλασσ᾽  ἀφρισμένη,
παλαίβω μὲ τὰ κύματα χωρὶς πανί, τιμόνι
κι ἄλλη δὲν ἔχω ἄγκουρα πλὴν τὴν εὐχή σου μόνη.

Στὴν ἀγκαλιά σου τὴ γλυκειά, μανούλα μου, ν᾽  ἀράξω
μὲς στὸ βαθὺ τὸ πέλαγο αὐτὸ πριχοῦ βουλιάξω.

Μανούλα μου, ἤθελα νὰ πάω, νὰ φύγω, νὰ μισέψω
τοῦ ριζικοῦ μου ἀπὸ μακρυὰ τὴ θύρα ν᾽  ἀγναντέψω.
Στὸ θλιβερὸ βασίλειο τῆς Μοίρας νὰ πατήσω
κι ἐκεῖ νὰ βρῶ τὴ μοίρα μου καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσω.

Νὰ τῆς εἰπῶ: εἶναι πολλά, σκληρὰ τὰ βασανά μου
ὡσὰν τὸ δίχτυ ποὺ σφαλνᾶ θάλασσα, φύκια κι ἄμμο
εἶναι κι ἡ τύχη μου σκληρή, σὰν τὴv ψυχὴ τὴ µαύρη
π᾽ ἀρνήθηκε τὴν Παναγιὰ κι ὁ πόλεος δὲν θά ᾽βρει.

Κι ἐκείνη μ᾽  ἀποκρίθηκε κι ἐκείνη ἀπελογήθη:
Ἦτον ἀνήλιαστη, ἄτυχε, ἡ μέρα ποὺ  γεννήθης
ἄλλοι ἐπῆραν τὸν ἀνθὸ καὶ σὺ τὴ ρίζα πῆρες
ὄντας σὲ ἒπλασ᾽ ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ἄλλες μοῖρες.

 

The Painter’s Mother Resting I, Lucian Freud

Διονύσιος Σολωμός: Η τρελή μάνα ή το κοιμητήριο 

(απόσπασμα)

Τώρα που η ξάστερη

νύχτα μονάχους

μας ηύρε απάντεχα,

και εκεί στους βράχους

σχίζεται η θάλασσα

σιγαλινά.

 

Τώρα που ανοίγεται

κάθε καρδία

στη λύπη,ακούσετε

μιαν ιστορία,

που την αισθάνονται

τα σωθικά.

 

Σε κοιμητήριο

είναι στημένα

δύο κυπαρίσσια

αδελφωμένα

που πρασινίζουνε

μες στους σταυρούς.

 

Όταν μεσάνυχτα

καταβουίζουν

οι άνεμοι, αν τα’ βλεπες

πώς κυματίζουν,

έλεες πως κράζουνε

τους ζωντανούς.

 

Δύο αδέλφια δύστυχα

κοιμούνται κάτου

τον ανεξύπνητον

ύπνο θανάτου

κι έχασε η μάνα τους

τα λογικά.

 

 

 

The Painter’s Mother III, Lucian Freud

Ιωάννη Πολέμη: Ο αποχαιρετισμός της μάννας 

Μισεύεις γιὰ τὴν ξενητιὰ καὶ μένω μοναχή μου

σύρε παιδί μου στὸ καλὸ καὶ σύρε στὴν εὐχή μου.
Τριανταφυλλένια ἡ στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οἱ δρόμοι,
γιὰ χάρη σου ν᾿ ἀνθοβολοῦν καὶ τὰ λιθάρια ἀκόμη.

Τὰ δάκρυά μου νὰ γεννοῦν διαμάντια σ᾿ ὅ,τι ἀγγίζεις
καὶ τὸ ποτήρι τῆς χαρᾶς ποτὲ νὰ μὴ στραγγίζεις.
Νὰ πίνεις καὶ νὰ ξεδιψᾶς καὶ νἆν᾿ αὐτὸ γεμάτο,
σὰ νἆσαι ἡ βρύση ἀπὸ ψηλὰ κι ἐσὺ νἆσαι ἀποκάτω.

Ἐκεῖ, παιδί μου, ποὺ θὰ πᾶς, στὰ μακρινὰ τὰ ξένα,
δίχτυα πολλὰ κι ὀξόβεργες θὰ στήσουνε γιὰ σένα.
Παιδί μου ἂν ἐμένανε πάψεις νὰ μὲ θυμᾶσαι,
μὲ δίχως βαρυγγόμηση συχωρεμένος νἆσαι.

Κι ἂν πάλι τὸ φτωχὸ καλύβι μας ντροπὴ σοῦ φέρνει,
ὡστόσο
Καὶ πάλι θά ῾μαι πρόθυμη, συχώρεση νὰ δώσω.
Μ᾿ ἂν τὴν πατρίδα ἀπαρνηθεῖς ποὺ τὴ λατρεύουμε ὅλοι,
νἆσαι ἡ ζωή σου ὅπου κι ἂν πᾶς ἀγκάθια καὶ τριβόλοι.

 

 

The Painter’s Mother II, Lucian Freud

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ: Η μάνα μου κι ο Σατανάς 

 Τη μεγάλη Παρασκευή

η Παναγιά ξαναγίνεται το πρόσωπο της ημέρας

και η δική μου μάνα ξεμαρμαρώνει.

Δε φοράει πια εκείνο το ροζ

που τη θάψανε

κι ούτε κατεβαίνει ολοένα

με το κουτί της μαζί.

Τη Μεγάλη Παρασκευή

η μάνα μου ζωντανή, ζεστή σαν το κερί

φοράει το τετριμμένο και μαζί το άλλο.

Το νύχι της το προτελευταίο

παχουλό στις άκρες σαν το δικό μου

άγνωστη

όταν κρυφοσκεπτόταν

και κρυφοαμάρτανε

μακριά μου

σαν άρχιζε τον ατέλειωτο θάνατό της

 

 

The Painter’s Mother, Lucian Freud

Γεώργιος Βιζυηνός: Η μητέρα

 Πώς να πειράξω τη μητέρα

να κάμω εγώ να λυπηθεί,

που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;
Πώς ν’ αρνηθώ ή ν ‘ αναβάλω
ό,τι ορίζει κι απαιτεί,
αφού στη γη δεν έχω άλλο
κανένα φίλο σαν αυτή;
Αυτή στα στήθη τα γλυκά της
με είχε βρέφος απαλό,
με κάθιζε στα γόνατά της
και μ’ έμαθε να ομιλώ.
Αυτή με τρέφει και με ντύνει
όλο το χρόνο που γυρνά,
και δίπλα στη μικρή μου κλίνη,
σαν αρρωστήσω ξαγρυπνά.
Αυτή σαν πέσω και χτυπήσω
φιλά να γειάνει την πληγή.
Αυτή, τι πρέπει να αφήσω
και τι να κάμω μ’΄οδηγεί.
Πώς το λοιπόν τέτοια μητέρα
να κάμω εγώ να λυπηθεί,
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;

The Painter’s Mother, Lucian Freud

 Κ.Π. Καβάφης: Δέησις

 Η θάλασσα στα βάθη της πήρ’ έναν ναύτη.—
H μάνα του, ανήξερη, πηαίνει κι ανάφτει

στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και να ’ν’ καλοί καιροί—

και όλο προς τον άνεμο στήνει τ’ αυτί.
Aλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,

 η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θα ’λθει πια ο υιός που περιμένει.

 

 

The Painter’s Mother, Lucian Freud

Ντίνος Χριστιανόπουλος: Τύψεις

όσο περνούν οι μέρες και μακραίνει
η ηλικία της σεμνότητας, αισθάνομαι
τις ανεπαίσθητες ραγισματιές εντός μου
από νύχτα σε νύχτα να πληθαίνουν:
δρόμοι που πήρα με χαμηλωμένα μάτια
φώτα που πέσαν πάνω μου ανελέητα
λόγια πιο πρόστυχα κι απ’ τις χειρονομίες –
μα πιο πολύ, η όψη της μητέρας μου
όταν γυρνώ αργά το βράδυ και τη βρίσκω
μ’ ένα βιβλίο στο χέρι να προσμένει
βουβή ξενυχτισμένη και χλομή
Από «Τα τραγούδια της αμαρτίας» του Μάνου Χατζιδάκι
 
Μίλτος Σαχτούρης: Ο δαίμονας 
 

Το μυαλό μου κουρασμένο

πως έπεσα
και τσακίστηκα

τώρα
με δεκανίκια
χρυσά τρίγωνα χρυσά τετράγωνα
γύρω κρεμνάω

τώρα η άσπρη φίλη μου, μαύρο φάντασμα
τώρα η μαύρη φίλη μου, άσπρο φάντασμα

κι εκείνη που χάθηκε μετ’ ασημένιο καρφί
στον ποταμό

δεν ξέρω ποιός; ο ήλιος ή το χιόνι

δεν ξέρω ποιά; τα χελιδόνια ή τα σπουργίτια

μετράω ολοένα μετράω
η μητέρα μου ολοένα κλαίει
μετράει η μητέρα μου ολοένα κλαίει

 

The Painter’s Mother, Lucian Freud

Μαρία Πολυδούρη: Μητέρα μου

Μητέρα μου, πόσο φρικτὰ βαραίνει
ἡ μοίρα σου στὸ νεανικό μου στῆθος.
Ὅλοι μου οἱ πόνοι καταφεύγουν πλῆθος
γύρω στὴ θύμησή σου ποὺ πικραίνει.

Ἐμένα, ποὺ σὲ δέχτηκα εὐλογία
κ᾿ ἔγινα τὸ θαυμάσιο ὁμοίωμά σου,
ἂς μὲ δεχτῆ σὰ νἆμαι ἁμάρτημά σου
ἡ μνήμη σου, μαρτυρικὴ κι᾿ ἁγία.

Στὴ μοίρα σου, ποὺ γνώρισα σὲ μένα,
τὴ σπαραγμένη σκέψη μου προσφέρω.
Μὰ στὴν καρδιά μου μόνο ἐγὼ θὰ ξέρω
πόσους μετροῦν νεκροὺς τἀγαπημένα.

Μητέρα μου, πόσο μου λείπεις τώρα
ποὺ πνιχτικό, βαθὺ σκότος θὰ γίνη
στὴ μάταιη ζωή μου ποὺ ὅλο σβήνει…
Ἄχ, πώς μου λείπεις σὲ μία τέτιαν ὥρα.

 

 

The Painter’s Mother, Lucian Freud

Γιώργος Ιωάννου: Σαν τη μητέρα, αλήθεια

 Πηγαίνει αργά στο σινεμά,
μάλιστα στον εξώστη.
Σ’ έργα κατά προτίμηση, βουβά
και θαμπωμένα. Κι εκεί
– μέσα στους τόσους εξευτελισμούς –
η μόνη του χαρά να βλέπει τις γυναίκες
της γενιάς γύρω απ’ το τριάντα.
Με κείνα τα βαθιά καπέλα,
με τις σειρές τα περιδέραια,
τα μάτια, τα κοντά μαλλιά∙
με τις ψιλές γλυκιές φωνές,
με τις κινήσεις τους τις μητρικές.

Σαν τη μητέρα, αλήθεια∙
σαν τη μάνα του
των πρώτων παιδικών του χρόνων…

Τότε που τον φωνάζανε μοναχογιό.

Πηγή: www.lifo.gr

Ποιήματα για τη Μητέρα- Μάνα!


Gustav Klimt Mother And Child

Η ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ- Γεώργιος Δροσύνης
Όλα τα άνθη χαρωπά, με τη δροσιά λουσμένα,
Στης άνοιξης την αγκαλιά ανθίζουν ένα, ένα.
Μα κάθε τι, το πιο μικρό, τη μυρωδιά χαρίζει
Εις την καλή μητέρα του, όπου γι’ αυτό φροντίζει,
Και όταν την πρωτομαγιά γιορτάζει τ’ όνομά της
Η άνοιξη, γιορτάζουνε μαζί και τα παιδιά της.
Λουλούδια αν είμαστε εμείς, εσ’ είσ’ η άνοιξή μας
Μες στη δική σου αγκαλιά ανθίζει η ψυχή μας.
Αχ! πάρε την αγάπη μας και δως μας την ευχή σου·
Είναι για μας “πρωτομαγιά” η μέρα της γιορτής σου.

Τάσος Λειβαδίτης – Θυμάμαι (Μάνα)

Θυμάμαι το 36
κάθε βράδυ μόλις κατάφερνε ο πατέρας να φέρει ένα καρβέλι ψωμί.
Άχνιζαν στο τραπέζι λίγες βραστές πατάτες .
Μα καθώς άρχιζε να μας μιλάει για την Ισπανία που πολεμούσε
τ’ άδειο τραπέζι γέμιζε μονομιάς σημαίες, οδοφράγματα, τραγούδια
νοιώθαμε να χορταίνουμε .
Η μάνα ακούμπαγε το μπάλωμα στα γόνατα κι άκουγε σιωπηλή.

Μάνα, που είσαι , μάνα
έζησες όλες σου τις μέρες με δάκρυα
έζησες όλα τα βράδια σου με μια κούπα φασκόμηλο και μια φέτα ψωμί
ήμουν μεγάλος, άντρας πια, κι έκλαψα σαν μικρό παιδί
σαν έμαθα πως είχες κάποτε ζητιανέψει
για μας μάνα
μάνα
ο άνεμος σάρωνε το στρατόπεδο
πεθαίναμε απ’ την πείνα και την παγωνιά
μα εγώ έβρισκα λίγο απάγκιο γιατί μου ‘στελνες την έγνοια σου.

Τώρα έφυγες , μάνα, δίχως να σε δω.
Πέθανες την ώρα που έτρωγα με τα μάτια τον ορίζοντα
πίσω απ’ τα συρματοπλέγματα
να βρω κατά πού πέφτει το σπίτι μας
να βρω μια μικρή σπίθα απ’ το μεγάλο τζάκι της στοργής σου.

Μα απόψε, συγχώρα με, σε νοιώθω, μάνα, και σένα πολύ μακριά.
Απόψε νοιώθω σαν να μην είμαι πια δικό σου παιδί.
Είναι τα εκατομμύρια αδέρφια μου κι ο αγώνας μας που σαν μια γόνιμη φαρδιά κοιλιά με γέννησε σ’ αυτό το σταυροδρόμι που φυσάει.

Και το τραγούδι μου γεννήθηκε μες στα αίματα όπως γεννιέται μια σημαία…

Μητρότητα- Τάσος Λειβαδίτης
Την έβλεπε συχνά στον ύπνο του, (εδώ και χρόνια, πεθαμένη μου μητέρα),
και πάντα το παράξενο εκείνο όνειρο: το μισοσκότεινο δωμάτιο,
όπως τότε, οι σιγανές κουβέντες πλάι στο φέρετρο, κι οι φλόγες των κεριών που τρέμαν
καθώς από την ανοιγμένη πόρτα έμπαινε αθόρυβα
η μεγάλη νύχτα. Όλα τα ίδια. Μόνο Εκείνη
δεν ήταν η ίδια (α, μητέρα) – θέλω να πω δεν ήταν πια μονάχη, μα δίπλα της, σ’ ένα άλλο φέρετρο,
ξανά εκείνη, το ίδιο αγαπημένο πρόσωπο
πεθαμένο δυο φορές, τα ίδια εκείνα χέρια που όλα τα συγχωρούσαν, σταυρωμένα
δυο φορές, δυο μητέρες όμοιες, πλαγιασμένες σε δυο φέρετρα –
λες κι η απέραντη, πλημμυρισμένη της μητρότητα
που την είχε κάνει να ζήσει αμέτρητες ζωές
να μην χωρούσε τώρα μόνο
σ’ ένα θάνατο.

 

 

 

 

 

Τάσος Λειβαδίτης, από τη συλλογή Βιολέτες για μια εποχή, 1985
Μητέρα», της λέω, «μη μου ετοιμάζεις πια το γάλα – δεν μπορείς να καταλάβεις ότι είσαι πεθαμένη;»
Περίμενα να δω τι θα πει. Ήταν Ιούνιος βράδυ, με μια φανταστική πανσέληνο στον ουρανό.
Και μη μου πείτε πως αυτό δεν ήταν μια απάντηση. 

 

 

 

 

 

 

 

Τάσος Λειβαδίτης, Μυστική πύλη
……Φτεροῦγες σάλευαν κάτω ἀπ᾿ τά ἔπιπλα, καί στό βάθος ό σκοτεινός καθρέφτης ἔκανε τά παιδιά ν᾿ ἀρρωσταίνουν συχνά, γιατί δέν ἤθελαν νά μεγαλώσουν,
……ἡ μητέρα ἔκλαιγε καί μέ παρακαλοῦσε νά κατέβω, μά ἐμένα ἦταν ἡ μοῖρα μου νά περπατάω στό ταβάνι, μιά μάχη δική μου, μητέρα, ὅπου πάντα ὁ νεκρός ἤμουν ἐγώ.
……Γι᾿ αὐτό ἤξερα καί τῶν οὐρανῶν τή μυστική ὑπόγεια πύλη.

Τάσος Λειβαδίτης, Μυστική πύλη, ἀπό τή συλλογή Νυχτερινός ἐπισκέπτης (1972)

Η ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ -Nικηφόρος Βρεττάκος

Άλλαξε τη μπόλια της η μητέρα μου κι ετοιμάστηκε
να πάει στην εκκλησία.
Καθαρή σαν αστέρι,
παρόλα τα μαύρα της, κατεβαίνει τα πέτρινα
σκαλοπάτια κοιτάζοντας την ευγένεια του ήλιου
και τις άσπρες πορτοκαλιές. Δεν ξέρει η μητέρα μου
… τι είναι ο ήλιος. Τον φαντάζεται αγάπη
που ανατέλλει στον ουρανό — δεν ξέρει η μητέρα μου.
Δεν ξέρει αν ήτανε Σάββατο χτες,
δεν ξέρει αν αύριο είναι Δευτέρα.
Ωστόσο τις μέρες τις γνωρίζει καλά.
Η Κυριακή μυρίζει βασιλικό
κι η φωνή της καμπάνας είναι γλυκιά.
Δεν ξέρει πώς γίνεται. Γύρω της όλα
φαίνονται φρέσκα, δείχνουν αλλιώς.

Νικηφόρος Βρεττάκος”Από το ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΣΚΙΕΣ ΚΑΙ ΦΩΤΑ, 1929”

 Πικρία ἐλαφρή.
Μανούλα χάδια καί φιλιά μέ πότισες καί ἥπια,
π’ ὅσο πλατύ δέν τά χωρεῖ τῆς λήθης τό νερό….
«Θά μεγαλώσης γιόκα μου» κι’ ὅμως ποτέ δέν μοὖπες
τίποτε γιά ἕνα γολγοθά κι’ ἕνα σταυρό…

ἦταν τῆς μοίρας; ἥσυχα κοιμοῦ μαννούλα τώρα….
ὅτι κι’ ἂν εἶναι ἀμίληχτα περνᾶ μέ μᾶς συρτό!…
αἰώνια μεῖς θά φεύγουμε κι’ ἀτέλειωτα θά δίνη
ἕνας στόν ἄλλο ἕνα σταυρό!…


 

 

 

 

 

 

Αθήνα 1940, Φωτ.Βούλα Παπαϊώάννου. Φωτογραφικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη.

ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΓΙΟΣ (1940)-Nικηφόρος Βρεττάκος

Στῆς ἱστορίας τό διάσελο ὄρθιος ὁ γιός πολέμαγε
κι ἡ μάνα κράταε τά βουνά, ὄρθιος νά στέκει ὁ γιός της,
μπροῦντζος, χιόνι καί σύννεφο. Κι ἀχολόγαγε ἡ Πίνδος
σά νἆχε ὁ Διόνυσος γιορτή. Τά φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι ἀναπήδαγαν τά ἔλατα καί χορεύαν
οἱ πέτρες. Κι ὅλα φώναζαν:
«Ἴτε παῖδες Ἑλλήνων…»
Φωτεινές σπάθες οἱ ψυχές σταύρωναν στόν ὁρίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.

Κι οἱ μάνες τά κοφτά γκρεμνά σάν Παναγιές τ’ ἀνέβαιναν.
Μέ τἠν εὐκή στόν ὦμο τους κατά τό γιό πηγαίναν
καί τίς ἀεροτραμπάλιζε ὁ ἄνεμος φορτωμένες
κι ἔλυνε τά τσεμπέρια τους κι ἔπαιρνε τά μαλλιά τους
κι ἔδερνε τά φουστάνια τους καί τίς σπαθοκουποῦσε,
μ’ αὐτές ἀντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα τήν πέτρα
κι ἀνηφορίζαν στή γραμμή, ὅσο πού μές στά σύννεφα
χάνονταν ὁρθομέτωπες ἡ μιά πίσω ἀπ’ τήν ἄλλη.
 

http://nikiforosvrettakos.gr/lst/categorie/70

 

 

 

 

 

 

[Παιδί, παιδάκι]-(Ο. Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, Ίκαρος)

«… Μια νύχτα η μητέρα μου αγρυπνούσε μ’ ένα κομμάτι φεγγαριού στα χέρια της.

Ήταν κόκκινο, πελώριο, μυτερό στην κόψη του καθώς πριόνι, κι έβγανε καπνούς.

Εκείνη, καθισμένη σ’ ένα βράχο, δε μιλούσε, μόνο κοιτούσε μακριά κατά το Λιγονέρι.

Μια φυσαρμόνικα έκλαιγε σ’ όλο το μάκρος της ακρογιαλιάς κι έβλεπες οι σκιές να

Μεγαλώνουν. Ύστερα πήρε να φυσάει. Άκουγα ένα ένα τα φύλλα να μιλάν μέσα

στον ύπνο μου. «Παιδί, παιδάκι.» Το νερό με ταλάντευε – κι όλη τη στεριά μαζί μου,

και τα τζάμια που αστράφτανε πέρα και τα λευκά μετέωρα δώματα.

Ήταν μια νύχτα πίσσα μαύρη. Αγριεμένα βελάζανε τα κύματα.

Μια γερόντισσα με ξέπλεκα λευκά μαλλιά και λαχούρι στους ώμους ασημένιο

τον κρατούσε απ’ το χέρι και πήγαινε, μέσα στην κοσμοχαλασιά.

Ήτανε όμορφη! Όμορφη!  Αγγέλισσα σωστή, που ευωδίαζε δεντρολίβανο.

Μέσα σε λίγες ώρες μου ‘πιε όλο το σκοτάδι ως την στερνή σταγόνα.

Χαράματα, όταν άνοιξα τα μάτια, κιόλας έστεκε ορθή, στραμμένη κατά την Ανατολή…»

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ
Κική Δημουλά
[Στη μάνα μου]
Το σπίτι
κοιτάζει τον δημόσιο δρόμο
και τη θάλασσα
με λογική τεσσάρων παραθύρων,
χαμογελώντας στερεότυπα
μ’ένα πλατύ πορτοκαλί
μπαλκόνι.

Σ’αυτό το μπαλκόνι
σ’αυτό το χαμόγελο
τ’απογεύματα, η μάνα μου
το δυσανάγνωστό της πρόσωπο
εκθέτει.

Ο χρόνος το συνέγραψε
χωρίς έξαρση
από νύχτα σε νύχτα
σε γλώσσα πόνου ρέουσα
γεμίζοντας
κατεβατά φθοράς.
Κι ούτε ένα λάθος γέλιου.

Κάθεται
άκρη άκρη στην καρέκλα
να μην επιβαρύνει το απόγευμα
μ’όλο το βάρος της κατάκοιτης καρδιάς της,
ίσα ίσα να υπάρχει
σταματημένη μέσα στη ζωή της
από μιάν άπνοια τύχης,
ίσα ίσα για ν΄αντέξει τώρα
της έκπληξής της το σπασμό:

“Υπάρχουν θάλασσες
καράβια νευρικά
που σπρώχνουν λύσεις
στο ανεμπόδιστο;
Και άνεμοι που ξεριζώνουνε τα στάσιμα;
Κι αυτά τα εύληπτα που πίνει χρώματα
το αλκοολικό απόγευμα
υπάρχουν;”Δεν το ‘ξερε.
Δεν το ‘ξερε η ζωή της.

Τώρα
αποτολμά μιά κίνηση παράξενη:
λίγο το σώμα ρίχνει εμπρός,
το ξαναφέρνει πίσω,
βαριά κωπηλασία μνήμης κάνει,
γιαλό γιαλό τα δάκρυά της.

Σιγά σιγά
απόγευμα, πρόσωπο και μπαλκόνι
από το σούρουπο υποσκάπτονται.
Το σχήμα τους παραφρονεί.
Σε χώρο θάμπους κλείνονται
να μην μπορούν να μπουν άλλο τα μάτια μας.
Νυχτώνει.


 

 

 

 

 

 

 

Μαρία Πολυδούρη – Μητέρα

Μητέρα μου, πόσο φριχτά βαραίνει
η μοίρα σου στο νεανικό μου στήθος.
Όλοι μου οι πόνοι καταφεύγουν πλήθος
γύρω στη θύμησή σου που πικραίνει.

Εμένα, που δέχτηκα ευλογία
κ’ έγινα το θαυμάσιο ομοίωμά σου,
ας με δεχτή σα νά ‘μαι αμάρτημά σου
η μνήμη σου, μαρτυρική κι’ αγία.

Στη μοίρα σου, που γνώρισα σε μένα,
τη σπαραγμένη σκέψη μου προσφέρω.

Μα στην καρδιά μου μόνο εγώ θα ξέρω
πόσους μετρούν νεκρούς τ’ αγαπημένα.

Μητέρα μου, πόσο μου λείπεις τώρα
που πνιχτικό, βαθύ σκότος θα γίνη
στη μάταιη ζωή μου που όλο σβήνει…
Αχ, πως μου λείπεις σε μια τέτιαν ώρα.


 

 

 

 

 

 

 

 

“Το ψωμί της μάνας μου”, του Παλαιστίνιου ποιητή Mαχμούτ Νταρουίς

“Δίχως την ευχή σου
Είμαι πολύ αδύναμος για να σταθώ
Μεγάλωσα πολύ
Δώσε μου πίσω τους χάρτες των αστεριών που είχα παιδί”

Μου λείπει το ψωμί της μάνας μου
Ο καφές της μάνας μου
Το άγγιγμά της
Φουσκώνουν μέσα μου οι παιδικές μου αναμνήσεις
Μέρα τη μέρα
Πρέπει να δώσω αξία στη ζωή μου
Την ώρα του θανάτου μου
Πρέπει να αξίζω τα δάκρυα της μάνας μου
Και αν έρθω πίσω κάποια μέρα
Βάλε με σα μαντήλι στα βλέφαρά σου
Τα κόκαλά μου σκέπασε με χλόη
Που την αγίασαν τα βήματά σου
Δέσε μας μαζί
Με μια μπούκλα απ’ τα μαλλιά σου
Με μια κλωστή που κρέμεται από το φόρεμά σου
Μπορεί να γίνω αθάνατος
Μπορεί να γίνω Θεός
Εάν αγγίξω τα βάθη της καρδιάς σου
Αν καταφέρω και γυρίσω
Κάνε με ξύλα να ανάψεις τη φωτιά σου
Σκοινί για να απλώνεις τα ρούχα σου στην ταράτσα του σπιτιού σου
Δίχως την ευχή σου
Είμαι πολύ αδύναμος για να σταθώ
Μεγάλωσα πολύ
Δώσε μου πίσω τους χάρτες των αστεριών που είχα παιδί
Για να βρω με τα χελιδόνια
Το δρόμο πίσω
Στην άδεια σου αγκαλιά.

 

 

 

 

 

 

 

 

Μελισσάνθη, «Η μπαλάντα της μάνας»

“Την ώρα αυτή που τα μωρά ξυπνάνε

πάνω στου στήθους τη ζεστή φωλιά

πού να ‘ναι κι ο δικός μου γιος; πού να ‘ναι;

Στης θάλασσας μέσα την αγκαλιά

με δίχως νανουρίσματα κοιμάται…

Κοιμάται ο γιος μου μη μου τον ξυπνάτε

κύματα, πιο βαθιά μη μου τον πάτε

της άρμης σας πικρά είναι τα φιλιά.

Ποιο άλλο μικρό δέχτηκε τέτοια χάδια;

Πίνει για γάλα τον πικρόν αφρό

του κύματος φοράει τα τυλιγάδια

τριγύρω στο λαιμό τον τρυφερό.

Πού είδατε αλλού τέτοιο ακριβό γιορντάνι;

Νάνι του, νάνι, νάνι- νάνι- νάνι

Σωπάτε, νάνι, το παιδί μου κάνει

Κι έχει για κούνια, τώρα το νερό.

Και για πνιγμούς, για τραγικά ναυάγια

μέσα στις νύχτες του όλο ιστορεί.”

Για της νεράιδας- θάλασσας τα μάγια

Που παίρνει όποιον τις νύχτες τη θωρεί

– Αποκοιμούνται στο μαστό τα βρέφη –

Μένανε, η άρμη το παιδί μου τρέφει

με το μικρό του δαχτυλάκι γνέφει

της τρικυμίας ν’ αρχίσουν οι χοροί.

Μ’ απόψε, η θάλασσα είναι σαν το λάδι

– πλατειά, θαρρείς, που απλώθηκε στρωμνή –

μαυρίζει, αίμα πνιγμένου, το σκοτάδι.

Παιδί μου, ακούς της μάνας τη φωνή;

Πού απόψε, αυτή σου σιγοτραγουδάει:

“Μαζί θα κοιμηθούμε, πλάι πλάι

νάνι, κανένας μη μου το ξυπνάει

γιατί η καρδούλα του ίσως να πονεί.”

 

 

 

 

 

 

 

Χάρης Βλαβιανός, “La madre è (finalmente) morta”

1.
Λες και είχε κάνει κρυφή συμφωνία με τον θάνατο
πέθανε τη μέρα των γενεθλίων σου.
Φρόντισε έστω και καθυστερημένα
να σου χαρίσει αυτό που πάντα ζητούσες –
μια νεκρή μητέρα.

Τώρα, ελεύθερη πιά,
είσαι έτοιμη να δεχτείς με ανακούφιση
το τελευταίο, πολύτιμο δώρο της.
Μπορείς χωρίς ενοχές
να χύσεις πάνω στον τάφο της
όλα τα δάκρυα του μίσους σου
και ν’ αρχίσεις επιτέλους να ζείς.
Μόνη.
Σημαδεμένη από αυτή την απροσδόκητη χειρονομία
για πάντα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

(Χάρης Βλαβιανός, Διακοπές στην πραγματικότητα, εκδ. Πατάκης, 2009)

Χάρης Βλαβιανός, “La madre è (finalmente) morta (2)”
2.
Στην άκρη του γυμνού δωματίου ένα φέρετρο.
Ένα φέρετρο στην άκρη του γυμνού δωματίου.
Ένα φέρετρο.
Στην άκρη.
Του γυμνού δωματίου.

Ό,τι άλλο κι αν δουν τα κουρασμένα μου μάτια
δεν θα ξεχάσω ποτέ
το φέρετρο στην άκρη του γυμνού δωματίου.
Το φέρετρο.
Ανοιχτό.
Μέσα εσύ.
Όμορφη ακόμη.
Παγωμένη. (“Αγγιξα τα δάχτυλα σου.)
Με τα μάτια όχι εντελώς κλειστά.

Σου μιλάω.
Άκου.
Είμαστε ακόμη εδώ.
Είμαι ακόμη εδώ.
Δίπλα σου.
Άκου.
Σ’ αγάπησα.
Πολύ.
Σ’ αγάπησα.
Όμως____
(Χάρης Βλαβιανός, Διακοπές στην πραγματικότητα, εκδ. Πατάκης, 2009)
ΠΗΓΗ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

(Γιάννης Ρίτσος, απόσπασμα απ’ το «Εμβατήριο του ωκεανού»)

…Είχαμε τον κήπο στην άκρη της θάλασσας.

Απ’ τα παράθυρα γλιστρούσε ο ουρανός

κι η μητέρα καθισμένη

στο χαμηλό σκαμνί

κεντούσε τους αγρούς της άνοιξης

με τα ανοιχτά κατώφλια των άσπρων σπιτιών

με τα όνειρα των πελαργών στην αχυρένια στέγη

γραμμένη στη λευκή διαφάνεια…

Η μητέρα μού κρατούσε τα χέρια.

Μα εγώ

πίσω απ’ τον τρυφερό της ώμο

πίσω απ’ τα μαλλιά της τα χλωμά

στρωτά μ’ ένα άρωμα υπομονής και ευγένειας

κοιτούσα σοβαρός τη θάλασσα…

Μητέρα, μητέρα

πού αρνηθήκαμε

την τρυφερή σοφία των δακρύων σου

πού ‘ναι το μακρόθυμο χέρι σου

με την έκφραση της καρτερίας

πού ‘ναι το χέρι σου

ν’ ακούσουμε την αυγή και τη θάλασσα

να ζεστάνουμε τη μοναξιά;

Μητέρα 

ο ουρανός γκρεμίστηκε

στα δάκρυα των αθώων…

Πόρτες χάσκουν στη νύχτα.

Ξίφη αστράφτουν.

Ένα φεγγάρι αποκεφαλισμένο.

Οι άνθρωποι ετοιμάζουν σκάλες

Με ανθρώπινα κόκαλα

Για ν’ ανέβουν.

Κύριε, Κύριε

κι εμείς εδώ

στη μέση των μεγάλων δρόμων

λυπημένοι κι αδέξιοι

με το άδειο δισάκι στα χέρια

μ’ ένα κλουβί αηδονιών στη ράχη

με την πλατιά μνήμη της θάλασσας στο μέτωπο

με χέρια αθώα κι απορημένα που δεν επαιτούν.

Μητέρα δε μας μένει τίποτα.

Πού θ’ απαγκιάσουμε;

Πού θα κοιμηθούμε;…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προς την μητέρα μου (1873) – Aλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Μάννα μου, ἐγώ ᾽ μαι τ᾽ ἄμοιρο, τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι ὁποὺ τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος, βροχὴ ποὺ τὸ πληγώνει.
Τὸ δόλιο! ὅπου κι ἂν στραφεῖ κι ἀπ᾽ ὅπου κι ἂν περάσει, δὲ βρίσκει πέτρα νὰ σταθεῖ κλωνάρι νὰ πλαγιάσει.
Ἐγὼ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ᾽ ἀποδαρμένη μέσα σὲ πέλαγο ἀνοιχτό, σὲ θάλασσ᾽ ἀφρισμένη, παλαίβω μὲ τὰ κύματα χωρὶς πανί, τιμόνι κι ἄλλη δὲν ἔχω ἄγκουρα πλὴν τὴν εὐχή σου μόνη.
Στὴν ἀγκαλιά σου τὴ γλυκειά, μανούλα μου, ν᾽ ἀράξω μὲς στὸ βαθὺ τὸ πέλαγο αὐτὸ πριχοῦ βουλιάξω.
Μανούλα μου, ἤθελα νὰ πάω, νὰ φύγω, νὰ μισέψω τοῦ ριζικοῦ μου ἀπὸ μακρυὰ τὴ θύρα ν᾽ ἀγναντέψω.
Στὸ θλιβερὸ βασίλειο τῆς Μοίρας νὰ πατήσω κι ἐκεῖ νὰ βρῶ τὴ μοίρα μου καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσω.
Νὰ τῆς εἰπῶ: εἶναι πολλά, σκληρὰ τὰ βασανά μου ὡσὰν τὸ δίχτυ ποὺ σφαλνᾶ θάλασσα, φύκια κι ἄμμο εἶναι κι ἡ τύχη μου σκληρή, σὰν τὴv ψυχὴ τὴ µαύρη π᾽ ἀρνήθηκε τὴν Παναγιὰ κι ὁ πόλεος δὲν θά ᾽βρει.
Κι ἐκείνη μ᾽ ἀποκρίθηκε κι ἐκείνη ἀπελογήθη: Ἦτον ἀνήλιαστη, ἄτυχε, ἡ μέρα ποὺ γεννήθης ἄλλοι ἐπῆραν τὸν ἀνθὸ καὶ σὺ τὴ ρίζα πῆρες ὄντας σὲ ἒπλασ᾽ ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ἄλλες μοῖρες.

Πηγή: pyroessa-logotimis.blogspot.com